- νεόσφακτον
- νεόσφακτοςnewly shedmasc/fem acc sgνεόσφακτοςnewly shedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεόσφακτος — νεόσφακτος, ον (Α) 1. αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα 2. (για αίμα) αυτό που χύθηκε πρόσφατα («τοῡτο δὲ ἐστιν αἷμα οἷον νεόσφακτον», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek